- ανεντιμότητα
- alçaklık, namussuzluk
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ατιμία — η 1. έλλειψη ή αποστέρηση της τιμής, καταισχύνη: Έχει πια συνηθίσει να ζει στην ατιμία. 2. ανεντιμότητα, κακοήθεια, άτιμη πράξη: Στην ξενιτιά, όπου έζησε πολλά χρόνια, είχε κάνει κάθε είδους ατιμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)